της Μαρίας Γιαννοπούλου, ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
Δεν είναι λίγες οι φορές που όλοι μας έχουμε νιώσει δυσφορία, έντονη ενόχληση ή σωματικό πόνο χωρίς να ξέρουμε πού οφείλεται. Εκφράσεις όπως «έχω έναν κόμπο στο στομάχι» ή «η καρδιά μου θα σπάσει» όταν έχουμε άγχος, αλλά και «νιώθω ένα βάρος στο κεφάλι μου» ή «δε μπορώ με τίποτα να κοιμηθώ» σε περιόδους θλίψης, είναι κάτι παραπάνω από συνηθισμένες.
Αυτά είναι μερικά από τα καθημερινά παραδείγματα που δείχνουν την άμεση και άρρηκτη σχέση που έχει η ψυχική μας κατάσταση με το σώμα μας.
Τι είναι όμως τα ψυχοσωματικά συμπτώματα και ποια τα πιο συνηθισμένα;
Ψυχοσωματικά ονομάζονται τα σωματικά συμπτώματα τα οποία, παρά το γεγονός ότι στον τρόπο εκδήλωσης τους μοιάζουν με τις αντιδράσεις που προκαλεί μια βιολογική ασθένεια, δεν οφείλονται σε κάποια παθολογική ή οργανική αιτία. Οι ψυχοσωματικές αυτές αντιδράσεις αποτελούν μια δίοδο έκφρασης των απωθημένων δυσάρεστων συναισθημάτων μας, που δε βρίσκουν άλλο τρόπο να εξωτερικευτούν.
Με μεγαλύτερη συχνότητα τα ψυχοσωματικά συμπτώματα επηρεάζουν το καρδιαγγειακό σύστημα με ταχυκαρδία ή τσιμπήματα στο στήθος, το αναπνευστικό σύστημα με δύσπνοια, ταχύπνοια ή ακόμη και δημιουργία άσθματος, τις διατροφικές συμπεριφορές με εκδήλωση ανορεξικών ή βουλιμικών συμπτωμάτων, καθώς και το ενδοκρινολογικό σύστημα, με την απότομη αυξομείωση των ορμονών στον οργανισμό.
Σημαντική αρνητική επίδραση παρουσιάζεται στο πεπτικό σύστημα, όπου εκτείνεται από σφίξιμο στο στομάχι και καούρες έως το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου και σπαστικές κολίτιδες. Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα «χτυπούν» και το δέρμα με την εμφάνιση εκζεμάτων, τριχόπτωσης, αλλά και λεύκης. Πολύ συχνά παρουσιάζονται διαταραχές του ύπνου και διαταραχές στη σεξουαλική λειτουργία.
Αν παρατηρήσουμε πότε γίνονται πιο έντονα τα σωματικά συμπτώματα που μας προκαλούν δυσφορία, θα δούμε ότι αυτό συνήθως συμβαίνει σε περιόδους έντονου άγχους. Το άγχος είναι η αντίδραση του οργανισμού μας σε μια επικείμενη δυσάρεστη κατάσταση, είτε αυτή είναι αληθινή, είτε είναι υποθετική. Επομένως, το άγχος καταπονεί το σώμα μας, στέλνοντας άσκοπα σήματα κινδύνου και απορρυθμίζοντας τις βιολογικές λειτουργίες του οργανισμού, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σωματικά συμπτώματα δυσλειτουργίας.
Ο οργανισμός μας είναι σχεδιασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να διαχειριστεί συγκεκριμένες ποσότητες άγχους, ενώ, όταν τα επίπεδα του άγχους μεγαλώνουν δραματικά, τα δυσάρεστα αποτελέσματα είναι αναπόφευκτα. Ο τρόπος, όμως, που το στρες επιδρά στο σώμα διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, γι’ αυτό και οι ψυχοσωματικές αντιδράσεις ποικίλλουν τόσο πολύ. Κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, άλλοι από ημικρανίες, άλλοι από κρίσεις πανικο ή άλλοι από αϋπνίες. Η ευαλωτότητα του ατόμου σε κάποιο σημείο του σώματος ή σε κάποια λειτουργία του οργανισμού, ως επίπτωση του άγχους, είναι πιθανό να οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Συνήθως, όμως, οι ψυχολογικές παράμετροι του άγχους επηρεάζουν καθοριστικά τις σωματικές εκδηλώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, εκτός από το άγχος που όλοι κατανοούμε και μπορούμε να εντοπίσουμε πότε μας κατακλύζει, υπάρχει και το εσωτερικευμένο άγχος, το οποίο αποτελεί και τη ρίζα των ψυχοσωματικών ασθενειών. Πολύ συχνά, λόγου χάρη, εξαιτίας των έντονων ρυθμών της καθημερινότητας μπορεί κάποιος να δηλώνει ότι δεν είναι αγχωμένος, αλλά την ίδια στιγμή να βιώνει μια δυνατή ημικρανία. Σε περιπτώσεις σαν αυτή, το σώμα «εκφράζει» αυτό που δε μπορεί να ειπωθεί με λόγια. Όταν κάποιος δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει τα δυσάρεστα συναισθήματα του, όπως το άγχος, το φόβο ή τη θλίψη του, το σώμα βρίσκει μια «έξοδο κινδύνου» και τα συναισθήματα αυτά σωματοποιούνται.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ψυχοσωματικές αντιδράσεις εντείνονται όχι μόνο λόγω απωθημένων συναισθημάτων και δύσκολων συνθηκών ζωής, αλλά και εξαιτίας επιθυμιών ή προσδοκιών που δεν εκπληρώθηκαν. Με τον τρόπο αυτό, όσα νιώθουμε και δεν εκφράζονται, «ξεσπούν» στο σώμα μας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν δύσκολη καθημερινότητα, στρες, αναποδιές στη δουλειά ή απογοητεύσεις σε προσωπικές σχέσεις. Το σημαντικό δεν είναι να στοχεύουμε στην εξάλειψη του άγχους-αυτό θα ήταν παράλογο- αλλά στην έγκαιρη και επαρκή διαχείρισή του. Επομένως, αντί να «κουβαλάμε» το δυσβάσταχτο βάρος του συνεχούς και επώδυνου αυτού συναισθήματος, είναι προτιμότερο να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.
Ακούγοντας το σώμα μας…
Κάθε εξωτερικό ερέθισμα μας δημιουργεί συναισθήματα. Συναισθήματα, που δεν είναι πάντα ευχάριστα. Μάλιστα, όσο πιο δυσάρεστα είναι, τόσο προσπαθούμε να τα απωθήσουμε.
Τι ακριβώς απωθούμε όμως; Ένα κομμάτι του εαυτού μας; Γιατί το σώμα μας προσπαθεί να μας θυμίσει πράγματα που θέλουμε να ξεχάσουμε; Θα πρέπει λοιπόν να δούμε τα ψυχοσωματικά συμπτώματα ως τη φωνή της ψυχής μας, η οποία εξωτερικεύεται μέσα από το σώμα, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Στην περίπτωση που το άτομο δεν συμπεριφέρεται προληπτικά και αναβάλλει την επίλυση των ψυχολογικών του δυσκολιών, η ψυχή χρησιμοποιεί τα ψυχοσωματικά συμπτώματα σαν «υπενθύμιση» για κάτι που έχει μείνει πίσω και χρειάζεται να αλλάξει ή να διορθωθεί.
«Άλλες φορές, το σύμπτωμα αποτελεί μια αντίδραση σε μια κακώς κείμενη ή/και απειλητική συνθήκη. Για παράδειγμα, ο εμετός ή ο πόνος στην κοιλιά ενός παιδιού κάθε πρωί πριν πάει στο σχολείο, είναι μια αντίδραση στον φόβο για τη δασκάλα ή στην κοροϊδία των συμμαθητών του ή στο γεγονός ότι δεν έχει προετοιμαστεί επαρκώς».
Ο πόνος δεν είναι τυχαίος..
Κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν από σπαστική κολίτιδα, άλλοι από πονοκεφάλους, άλλοι από κρίσεις πανικού. Η ψυχολόγος σημειώνει ότι «το όργανο ή το σύστημα του σώματος, στο οποίο εκδηλώνονται τα ψυχοσωματικά συμπτώματα είναι συχνά αυτό στο οποίο το άτομο έχει μια ευαισθησία. Είναι πολύ πιθανό να υπάρχει ένας κληρονομικός παράγοντας που να εξηγεί την ευαλωτότητα του συγκεκριμένου σημείου του σώματος. Για παράδειγμα, η σπαστική κολίτιδα ή οι πόνοι στο στομάχι ως αποτέλεσμα του άγχους, είναι πιθανό να είναι συμπτώματα που να μοιράζονται συγγενικά πρόσωπα (π.χ. μητέρα και κόρη)».
Πού «χτυπούν» τα ψυχοσωματικά;
Μια περίπτωση τέτοιων συγκρούσεων, σχετίζεται με όσα θέλει να κάνει κάποιος, αλλά δεν μπορεί ή δεν πρέπει για διάφορους λόγους. Νιώθει καταπίεση, άγχος και στην προσπάθειά του να καταπολεμήσει την θέλησή του την καταπνίγει, την «ξεχνάει», ή πείθει τον εαυτό του πως την έχει ξεπεράσει. Τότε έρχεται το σύμπτωμα και χτυπάει συναγερμό. Μπορεί να συναίσθημα να μην το ακούμε, αλλά το σώμα το ακούμε. Έτσι, λοιπόν το σύμπτωμα, μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει κάποια «εκκρεμότητα» που την έχουμε ξεχάσει, κάνει φανερό το συναίσθημά μας. Έτσι, δεν μπορούμε να το «ξεχάσουμε» πάλι. Είναι εκεί, το βλέπουμε, εξωτερικεύεται στο σώμα μας.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα: έχουμε θυμώσει με τον καλύτερο φίλο μας για την επιπόλαια συμπεριφορά του στην σχέση μας, συμπεριφορά που μας υποβαθμίζει και καταπιέζει. Νιώθουμε ανήμποροι να του κάνουμε παρατήρηση και κάθε φορά που συναντιόμαστε βιώνουμε άγχος, δυσαρέσκεια. Έχουμε πειστεί πως δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε συζητώντας μαζί του ?Αφού δεν μπορώ να του μιλήσω, ας το ξεχάσω, ίσως είναι και στην φαντασία μου, θα περάσει?, σκεφτόμαστε και όντως το ξεχνάμε.
Όμως, κάθε φορά που βρισκόμαστε με το φίλο μας μας πονάει πολύ το κεφάλι, το στομάχι κλπ. Αναρωτιόμαστε για την έντονη σωματική ενόχληση και πηγαίνουμε στον γιατρό. Το μυαλό μας μπορεί να ξέχασε τα αρνητικά συναισθήματα που βιώναμε, το σώμα μας όχι. Χτυπάει καμπανάκια για να μας το θυμίζει, για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας.
Επίσης, το ψυχοσωματικό σύμπτωμα μπορεί να εξυπηρετεί ένα σκοπό, να διευκολύνει. Για παράδειγμα, μια γυναίκα εμφανίζει πολύ συχνά συμπτώματα πονοκεφάλου, για να αποφύγει τη σεξουαλική επαφή με τον άντρα της ή ένας υποψήφιος φοιτητής μπορεί να πεθαίνει συχνές κρίσεις πανικού, γιατί δυσκολεύεται (εκείνος ή η οικογένεια) να φύγει από το πατρικό σπίτι.
Οι ψυχολογικές συγκρούσεις πραγματώνονται συνήθως στο ασυνείδητο του ατόμου με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τις ελέγξουμε, να τις χειριστούμε. Γι’ αυτό άλλωστε είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τις ψυχοσωματικές ενοχλήσεις μας. Ας σκεφτούμε πως η εκδήλωσή τους είναι μια ‘φωνή βοήθειας’ που κραυγάζει η ψυχή μας. Μόνο έτσι, θα την ακούγαμε.
Ψυχική ισορροπία για καλύτερη υγεία..
Όταν βιώνουμε έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα οφείλουμε κατ’ αρχάς να επισκεφθούμε έναν γιατρό και να κάνουμε τις απαραίτητες εξετάσεις, για να μειώσουμε την πιθανότητα βιολογικής υπόστασης των συμπτωμάτων αυτών. Αφού αποκλειστεί αυτή η εκδοχή, είναι σημαντικό να απευθυνθούμε σε κάποιον ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή, ώστε να εντοπιστεί η ρίζα των αρνητικών συναισθημάτων και να καταπολεμήσουμε με τη βοήθεια του ειδικού τα δυσφορικά μας συμπτώματα.
Η ψυχή και το σώμα αποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Όταν πάσχει το ένα, μοιραία συμπαρασύρει και το άλλο, γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία η αναζήτηση της ισορροπίας.
Με τη βοήθεια του θεραπευτή:
- Θα πρέπει να παρατηρήσει προσεκτικά την καθημερινότητά του και τα θέματα που τον απασχολούν ή τον δυσκολεύουν περισσότερο
- Να ελέγξει τις προσωπικές του αντοχές σε στρεσογόνους παράγοντες.
- Να εντοπίσει τις αιτίες που πυροδοτούν το στρες του.
- Να ακολουθήσει ένα Πρόγραμμα Διαχείρισης Στρες, που θα ανταποκρίνεται στις δικές του προσωπικές ανάγκες.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στην αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών προβλημάτων, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει τον δρόμο για τη βελτίωση της ψυχικής, σωματικής και πνευματικής υγείας ενός ατόμου.
Συνοψίζοντας, είναι σημαντικό να μην αγνοείτε τα σημάδια που το σώμα σας δείχνει, γιατί το μόνο που καταφέρνετε με αυτόν τον τρόπο είναι να αφήνετε την αιτία που έχει δημιουργήσει τον πόνο να δυναμώνει και να συνεχίζει να δρα ύπουλα εις βάρος του εαυτού σας… Μόνο όταν γνωρίζεις την αιτία θα μπορέσει να βρεθεί και η λύση.